σκιντζής
Смотреть что такое "σκιντζής" в других словарях:
σκιντζής — ο, Ν βλ. σκιτζής … Dictionary of Greek
σκιτζής — και σκιντζής, ο, Ν 1. αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής 2. μτφ. α) αδαής, αδέξιος επαγγελματίας β) άνθρωπος πεπαλαιωμένων μεθόδων και αντιλήψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskici «παλαιοπώλης, μπαλωματής»] … Dictionary of Greek
σκιτζής — σκιτζής, ο και σκιντζής, ο (λ. τουρκ.), αδέξιος τεχνίτης, μπαλωματής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)